υπεραυτοκινητόδρομος

υπεραυτοκινητόδρομος
ο, Ν
συγκοιν. δρόμος ταχείας κυκλοφορίας, ο οποίος εξυπηρετεί μεγάλο αριθμό αυτοκινήτων που κινούνται διά μέσου μιας αστικής περιοχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ-* + αυτοκινητόδρομος. Η λ. είναι απόδοση ξεν. τεχν. όρου, πρβλ. αγγλ. expressway].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”